- ξαναζέσταμα
- τοη αναθέρμανση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανάκαμα — (I) το 1. το ξαναζέσταμα τού φούρνου που κρύωσε ώστε να ψηθεί καλά το ψωμί 2. τα κλαδιά ή τα φρύγανα, με τα οποία γίνεται το ξαναζέσταμα τού φούρνου 3. ο καθαρισμός τής κυψέλης με φωτιά 4. θερμή ατμόσφαιρα, ζεστός καιρός, κουφόβραση. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ανάθαλψη — η (Μ ἀνάθαλψις) [ἀναθάλπω] η εκ νέου θέρμανση, ξαναζέσταμα μσν. θερμότητα, ζέστη … Dictionary of Greek
αναθέρμανση — η (Α ἀναθέρμανσις) [ἀναθερμαίνω] η εκ νέου θέρμανση, ξαναζέσταμα νεοελλ. ανάκτηση ζωτικότητας, αναζωογόνηση, τόνωση «αναθέρμανση της οικονομίας», «αναθέρμανση σχέσεων» κ.λπ … Dictionary of Greek
αναπυράκτωση — η η εκ νέου πυράκτωση, αναθέρμανση, ξαναζέσταμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπυρακτώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον καθηγητή της Φαρμακευτικής και Χημείας Αναστ. Κ. Δαμβέργη] … Dictionary of Greek
παλινθέρμανση — η η εκ νέου θέρμανση, το ξαναζέσταμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + θέρμανση] … Dictionary of Greek
αναθέρμανση — η 1. ξαναζέσταμα: Σημειώθηκε πρόσφατα μια αναθέρμανση στις σχέσεις τους. 2. αναζωπύρηση: Υπάρχει κίνδυνος να έχουμε αναθέρμανση του ψυχρού πολέμου ανάμεσα στις υπερδυνάμεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζέσταμα — το, ατος θέρμανση, ζεστοκόπημα, ξαναζέσταμα: Το ζέσταμα του φαγητού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)